- κατήγορος
- ο (AM κατήγορος)1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος... σηκὸν ὑπ' ἐμοῡ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)2. αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο επικριτής (α. «ο κακός οπού ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.β. «ἐν βάρει τοῡ πικροῡ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)(νεολλ.) φρ. «δημόσιος κατήγορος» — η κατηγορούσα αρχή, ο δικαστικός υπάλληλος που διατυπώνει την κατηγορία εξ ονόματος τού κράτους, τού δημοσίου, ο εισαγγελέαςαρχ.αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει κάτι κακό, ο καταδότης («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. παρ-ήγορος, συν-ήγοροςτο -η οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -ήγορος (< ἀγορά), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει σχέση με τη σημ. της λ. ἀγορά «συνάθροιση» αλλά γενικά με τη σημ. «μιλώ», πρβλ. δικ-ηγόρος, ετυμ-ηγόρος, παρ-ήγορος, συν-ήγορος].
Dictionary of Greek. 2013.